παρακρατώ — παρακρατῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. αποθηκεύω μέρος τού προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να τό χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης 2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η… … Dictionary of Greek
παρακρατώ — παρακράτησα, παρακρατήθηκα, παρακρατημένος 1. κρατώ, διατηρούμαι περισσότερο απ όσο είναι δυνατό, παραβαστώ: Παρακράτησε αυτή η συζήτηση και άρχισε να μας εκνευρίζει. 2. βάζω στην άκρη ένα μέρος της σοδειάς: Παρακρατήσαμε λίγο σιτάρι, γιατί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακράτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακρατώ, οικονομικό μέτρο το οποίο συνίσταται στην αποθήκευση ποσοστού τού παραγόμενου προϊόντος με σκοπό την ισορρόπηση τής προσφοράς και τής ζήτησης και την ανάσχεση τής υποτίμησης τής τιμής του ή… … Dictionary of Greek
παρακρατάω — (σπάν. παρακρατώ), παρακράτησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: παρακρατώ – παρακρατάω : η διαφορά κλίσης (σε είς ή σε άς) αντιστοιχεί συνήθως σε διαφορά σημασίας. Στην πρώτη περίπτωση το ρ. είναι σύνθετο με την πρόθ. παρά και σημαίνει → κρατάω μέρος… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρατίζω — (Μ κρατίζω) 1. κρατώ 2. συγκρατώ, εμποδίζω, σταματώ νεοελλ. παρακρατώ μσν. 1. κατακρατώ, αρπάζω, κλέβω κάτι 2. μέσ. κρατίζομαι κατέχομαι από σκέψη, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκράτησα (κρατῶ) κατά το… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρακατάσχω — Α παρακρατώ μέρος τών οφειλομένων … Dictionary of Greek
παρακράτημα — το 1. (οικον.) το μέρος τής παραγωγής που παρακρατείται από τον παραγωγό με σκοπό τη συγκράτηση, την διασφάλιση τής τιμής σε ορισμένο επίπεδο 2. (δασοπ.) δέντρο που διατηρείται κατά την εκμετάλλευση τών πολυώροφων δασών με σκοπό την παραγωγή… … Dictionary of Greek
παρακρατητά — Μ επίρρ. (ως τροπ.) με κράτημα από τα χέρια («παρακρατητὰ διὰ τῶν κήπων ἐξήλθεν αὐτὸς καὶ ἡ γυνή», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακρατῶ + επιρρμ. κατάλ. ά, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ.*παρακρατητός] … Dictionary of Greek